- κλαγγαῖσιν
- κλαγγήany sharp soundfem dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek